θίνα

θίνα
η (ΑΜ θίς και θίν, γεν. θινός, ὁ και ἡ)
νεοελλ.
γεωλ. γεωμορφή αιολικής* προελεύσεως που απαντά σε έρημους και σε παράκτιες περιοχές, αμμόβουνα σχηματισμένα με την επενέργεια τού ανέμου
αρχ.
1. σωρός
2. σωρός άμμου
3. αμμώδης ακτή, παραλία, ακροθαλασσιά
4. οι αμμώδεις εκτάσεις τής Λιβύης
5. σύρτη στο στόμιο ποταμού, αμμώδης υποβρύχια έξαρση τού βυθού
6. όχθη χειμάρρου
7. άμμος ή ιλύς στον πυθμένα τής θάλασσας
8. μτφ. η καρδιά, το εσωτερικό («ὥς μου τὸν θῑνα ταράττεις» — πως μού ταράζεις το βάθος τής καρδιάς», (Αριστοφ.)
9. παραθαλάσσιο φυτό («θινὸς ὄζειν», Αριστοτ.)
10. φρ. α) «παρὰ θῑν' ἁλός ἀτρυγέτοιο» — στην αμμουδιά τής απέραντης θάλασσας, Ομ. Ιλ.)
β) «ἄκρης πόλιος θίς» — ο ναός που δεσπόζει στην Ακρόπολη τών Αθηνών, ο Παρθενώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέθηκε με αρχ. ινδ. dhisnya- «τοποθετημένο σε ανάχωμα», το οποίο προήλθε από ουδ. θ. < ΙE *dhisen-, dhisn-, απ' όπου ελλ. *θιών, *θιην, θιν- και, ακολούθως, ονομ. θις, που αποτελεί νεώτερο σχηματισμό. Σύμφωνα με άλλη υπόθεση, συνδέεται με νέο άνω γερμ. Dune, με την ίδια σημασία, ή και με τις γλώσσες τού Ησυχίου θίλα
θημών, θικέλιον
την γογγυλίδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θίνα — η 1. σωρός άμμου ή αμμώδης παραλία. 2. στον πληθ., θίνες λοφοειδείς συσσωρεύσεις άμμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θῖνα — θίς heap masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θῖν' — θῖνα , θίς heap masc/fem acc sg θῖνε , θίς heap masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CALLA — apud Plin. l. 27. c. 8. duorum generum est: una sinnlis aro alterum genus eius quidam anchusam vecant radice rubr â etc. a Graeco κάλλη, quod homonymum. De purpureo enim colore vocem alias usurpat Hesych. Καλλιάνθη, πορφυρᾶ, lege κάλλη, ἄνθη,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ακέων — ἀκέων, ουσα (Α) σιωπηλά, αθόρυβα «βῆ δ ἀκέων παρὰ θῑνα» (Α 34) «ἀκέων δαίνυσθε καθήμενοι» (φ 89) «ἀκέουσα κάθησο» (Α 565). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέω ΙΙ ο τ. ἀκέων τής μετοχής χρησιμοποιείται στον Όμηρο ως επίρρημα. Βλ. ακή (ΙΙ). ΠΑΡ. αρχ. ἀκεόντως] …   Dictionary of Greek

  • θινίον — θινίον, τὸ (Α) 1. (υποκορ. τού θις) βλ. θίνα 2. σχηματισμένο ως ετυμολογία τού ακροθίνιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θις, θιν ός + υποκορ. καταλ. ίον, πρβλ. βιβλ ίον, σωμάτ ιον] …   Dictionary of Greek

  • θιν — θίν, ὁ καὶ ἡ (Α) (διάφ. τ. τού θίς)* βλ. θίνα …   Dictionary of Greek

  • κελαινός — κελαινός, ή, όν (Α) 1. αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, μαύρος (α. «κελαινὴ νύξ», Ομ. Ιλ. β. «κελαιναὶ Ἐρινύες» γ. «κελαινὰν θῑνα») 2. αυτός που δεν τόν φωτίζει ο ήλιος, σκοτεινός 3. μτφ. (για πάθος) δυσάρεστος, δριμύς («κελαινὴ δίψα», Λυκόφρ.) 5.… …   Dictionary of Greek

  • πολύφλοισβος — η, ο / πολύφλοισβος, ον, ΝΑ (για θάλασσα και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολυτάραχος, θορυβώδης (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ. β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», Ανθ. Παλ.) αρχ. 1. (για μέλαθρο ή συμπόσιο) ο… …   Dictionary of Greek

  • στρέφω — ΝΜΑ, και δωρ. τ. στράφω και αιολ. τ. στροφῶ, άω και δ. αν. στρόφω Α 1. (αμτβ.) μετακινούμαι επί τόπου αλλάζοντας μέτωπο ή καθώς κινούμαι αλλάζω κατεύθυνση (α. «έστρεψε λίγο αριστερά προκειμένου να τόν δει» β. «λίγο πιο κάτω έστριψε στον διπλανό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”